- colpodystrophie
- fкольподистрофия
Dictionnaire médical français-russe.
Dictionnaire médical français-russe.
κολποδυστροφία — η ιατρ. δυστροφική πάθηση τού βλεννογόνου τού κόλπου η οποία παρατηρείται κατά τη διάρκεια παρατεταμένης γαλουχίας ή μετά την εμμηνόπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpodystrophie < colpo (< κόλπος) + dystrophie (< νεολατ … Dictionary of Greek